Στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε η υπόθεση κρατουμένου, ο οποίος καταδικάσθηκε σε συνολική ποινή κάθειρξης 29 ετών, με καθορισθείσα εκτιτέα ποινή κάθειρξης 25 ετών, με απόφαση που κατέστη αμετάκλητη πριν την έναρξη ισχύος του νέου Ποινικού Κώδικα.
Με αίτησή του προς τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών ο καταδικασμένος, ενόσω διαρκεί η έκτιση της ποινής του, προέβαλε αντιρρήσεις ως προς το ύψος της συνολικής εκτιτέας ποινής κάθειρξης που του επιβλήθηκε, αιτούμενος τον επανακαθορισμό της συνολικής εκτιτέας ποινής του σε είκοσι έτη κάθειρξης, κατ’ εφαρμογή της νεότερης επιεικέστερης διάταξης του νέου ΠΚ, η οποία άρχισε να ισχύει μετά το αμετάκλητο της εις βάρος του καταδικαστικής απόφασης.
Κατά αυτής της αίτησης, εκδόθηκε απορριπτική εισαγγελική διάταξη και εν συνεχεία, η προσβαλλόμενη απορριπτική απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου.
Κατά τα διαλαμβανόμενα με την υπό κρίση ασκηθείσα από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Κέρκυρας αίτηση αναίρεσης, το δικαστήριο έκανε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων ΠΚ, κρίνοντας ότι δεν είναι νόμιμος ο επανακαθορισμός της συνολικής εκτιτέας ποινής, ενώ ο καταδικασθείς, παρά το αμετάκλητο της απόφασης, ωφελείται σύμφωνα με την υπερνομοθετικής ισχύος του Ν. 2462/1997 (Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα), κατά την οποία «εάν μετά την διάπραξή του (αδικήματος) ο νόμος προβλέπει την επιβολή ελαφρύτερης ποινής, ο δράστης επωφελείται απ’ αυτήν», η οποία δεν θέτει ως προϋπόθεση το μη αμετάκλητο της καταδίκης.
Κατά το σκεπτικό του ανωτάτου δικαστηρίου, με το Ν.4619/2019 νέου ΠΚ, καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητας των επιεικέστερων διατάξεων ουσιαστικού ποινικού νόμου, που ίσχυσαν από την τέλεση της πράξης μέχρι το χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης.
Σύμφωνα δε με τη διάταξη της παρ.2 του ίδιου άρθρου, εισάγεται μία μοναδική εξαίρεση, εκείνη δηλαδή, κατά την οποία η πράξη καθίσταται μετά το αμετάκλητο μη αξιόποινη, ορίζοντας ότι σε αυτή ειδικώς την περίπτωση παύει και η εκτέλεση της επιβληθείσας, έστω και με αμετάκλητη απόφαση, ποινής. Διάταξη για τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες οι προβλεπόμενες ποινές κατέστησαν με νεότερες διατάξεις νόμου ηπιότερες μετά την αμετάκλητη εκδίκαση των πράξεων και ενώ ακόμη εκτίεται η ποινή που επιβλήθηκε γι’ αυτές, δεν περιελήφθη στο νέο ΠΚ, όπως δεν περιλαμβανόταν και στο προϊσχύον νομικό πλαίσιο.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο τόνισε πως οι ως άνω αλληλοσυμπληρούμενες διατάξεις δεν καταλείπουν κανένα κενό ως προς το κρίσιμο ζήτημα, αφού με την πρώτη παράγραφο καθορίζεται ρητώς ως έσχατο όριο εφαρμογής της επιεικέστερης ρύθμισης το αμετάκλητο της καταδικαστική απόφασης, που επιβάλλει ποινή, ενώ με τη δεύτερη εισάγεται απλώς, ως μοναδική συγκεκριμένη εξαίρεση από τον κανόνα της πρώτης, η κατάργηση, με μεταγενέστερο της επέλευσης του αμετακλήτου νόμο, του αξιοποίνου της πράξης μέχρι την ολοκλήρωση έκτισης της ποινής. Αν ο νομοθέτης, κατά το σκεπτικό του δικαστηρίου, επιθυμούσε την εφαρμογή των επιεικέστερων διατάξεων μέχρι του πέρατος έκτισης της ποινής, θα αρκούσε να απαλείψει από την πρώτη παράγραφο την πρόβλεψη «ως την αμετάκλητη εκδίκασή της», οπότε και η δεύτερη παράγραφος θα παρίστατο πλεοναστική. Ούτε και στην αιτιολογική έκθεση αναφέρεται οτιδήποτε για αναλογική εφαρμογή της παρ. 2 και για εκ νέου προσδιορισμό της ποινής στην περίπτωση ισχύος, μεταγενέστερου του αμετακλήτου, επιεικέστερου νόμου.
Επιπλέον, το δικαστήριο διαπίστωσε πως εάν γινόταν δεκτό ότι δικαστήρια θα δύνανται να επανακαθορίσουν τις αμετακλήτως επιβληθείσες ποινές, λόγω μεταγενέστερης ηπιότερης αντιμετώπισης των αδικημάτων, οποιοσδήποτε απλουστευμένος περιορισμός στον επανακαθορισμό τους θα παρίστατο αυθαίρετος και θα αντέβαινε στην καθιερούμενη με το άρ. 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας, επιφυλάσσοντας ευμενέστερη μεταχείριση μόνον σε όσους καταδικασμένους έχουν επιβληθεί οι βαρύτερες ποινές, ταυτόχρονα δε θα ανέτρεπε κάθε έννοια δεδικασμένου των αμετάκλητων αποφάσεων.
Ακόμη, η άποψη ότι τα δικαστήρια υποχρεούνται να επανεξετάζουν κατά το στάδιο της εκτέλεσης τις αμετακλήτως επιβληθείσες από αυτά ποινές, επαναπροσδιορίζοντάς τες, επειδή μετά το αμετάκλητο της απόφασής τους θεσπίσθηκαν από τη νομοθετική εξουσία ηπιότερες ποινές για το αδίκημα που δικάσθηκε, θα οδηγούσε ουσιαστικά και σε ανεπίτρεπτη, βάσει της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, επέμβαση στο αποτέλεσμα της αμετακλήτως περατωθείσας δικαστικής διαδρομής. Μόνον όταν υπάρχει συγκεκριμένη νομοθετική πρόβλεψη, επεμβαίνουν τα δικαστήρια στο στάδιο της έκτισης των ποινών, μεταβάλλοντας διατάξεις (ενδεχομένως και) αμετάκλητης απόφασης, όπως π.χ. συμβαίνει επί παραδοχής του έκτακτου ένδικου μέσου επανάληψης της διαδικασίας, επί άρσης ή ανάκλησης της αναστολής, όταν τίθεται εκ νέου προς δικαστική κρίση το ζήτημα της συγχώνευσης των ποινών, επειδή συναντώνται περισσότερες καταδικαστικές αποφάσεις στο στάδιο της εκτέλεσης.
Σύμφωνα με το άρ. 562 του νέου ΚΠΔ, δεν παρέχεται δυνατότητα ελέγχου της νομιμότητας της εκτελούμενης απόφασης ως προς την επιβολή της ποινής, που απαγγέλθηκε αμετακλήτως από το αρμόδιο για την εκδίκαση της αξιόποινης πράξης δικαστήριο μετά από έρευνα της κατηγορίας, ή δυνατότητα επανακαθορισμού της ποινής αυτής λόγω τυχόν ηπιότερης αντιμετώπισης του αξιοποίνου της πράξης, για την οποία επιβλήθηκε, καθόσον αυτό θα προσέκρουε στο άρθρο 2 ΠΚ και στο αμετάκλητο και θα οδηγούσε σε κατάλυση του δεδικασμένου, κάθε δε αντίρρηση ή αμφιβολία του καταδικασθέντος δύναται να αφορά αποκλειστικώς τυπικά ζητήματα σε σχέση με την έκτιση της αμετακλήτως επιβληθείσας ποινής.
Ειδική μνεία έγινε στην υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 15 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, που κυρώθηκε στην Ελλάδα με το Ν. 2462/1997, τονίζοντας ότι η διάταξη αυτή δεν αναφέρεται στο στάδιο έκτισης ποινής, η οποία έπεται χρονικά της επιβολής της.
Κατόπιν των ανωτέρω, το δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αναίρεσης.