Το συμφέρον του τέκνου καθιερώνεται νομοθετικά ως βασική αρχή του δικαίου της γονικής μέριμνας στον Αστικό Κώδικα και υπερνομοθετικά με το 7ο Πρωτόκολλο της ΕΔΣΑ, καθώς και τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το παιδί.
Σε αυτό πρέπει να αποβλέπει κάθε απόφαση του δικαστηρίου, σχετική με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή τον τρόπο άσκησή της.
Ως συμφέρον του τέκνου νοείται το σωματικό, υλικό, πνευματικό, ψυχικό, ηθικό και γενικότερα κάθε είδους συμφέρον που αποσκοπεί στην ανάπτυξη του ανηλίκου σε μια ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα. Το δικαστήριο της ουσίας, εκτιμά τα περιστατικά που αποδείχθηκαν, με βάση αξιολογικά κριτήρια, αντλούμενα από τα διδάγματα της λογικής, της κοινής πείρας και συνείδησης λαμβανομένων υπόψη, σχετικά με το πρόσωπο του ανηλίκου και των πορισμάτων της εξελικτικής ψυχολογίας και της παιδοψυχιατρικής.
Εφόσον δεν τίθεται κάποιος περιορισμός από το Νόμο, προσεγγίζεται υπό ευρεία έννοια και για την διαπίστωση της συνδρομής του εξετάζονται πάντα συνθετικά και σε συνδυασμό όλα τα επωφελή και πρόσφατα για τον ανήλικο στοιχεία και περιστάσεις. Ο δικαστής οφείλει να σεβαστεί την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας του φύλου, της φυλής, της ιθαγένειας, της εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης, της θρησκείας, της περιουσιακής – οικονομικής κατάστασής τους και των πολιτικών ή όποιων άλλων πεποιθήσεων.
Κριτήρια
Στα κριτήρια προσδιορισμού του συμφέροντος του τέκνου περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι ικανότητες και η καταλληλόλητα του ή των γονέων για την ανάληψη του έργου της διαπαιδαγώγησης και της ανατροφής του ανηλίκου, το περιβάλλον, το επάγγελμα, η πνευματική τους ανάπτυξη και η δράση τους στο κοινωνικό σύνολο, η ικανότητα προσαρμογής τους στις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας, η σταθερότητα των συνθηκών ανάπτυξης του τέκνου χωρίς εναλλαγές στις συνθήκες διαβίωσης, οι συνθήκες της κατοικίας, ο χρόνος που μπορεί ο κάθε γονέας να διαθέσει σε συνδυασμό με την ποιότητα επαφής με το τέκνο, η καλή ψυχική και σωματική υγεία, καθώς και οι δεσμοί του τέκνου με τους συναδέλφους του.
Ασκηση γονικής μέριμνας
Στις περιπτώσεις διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου, καθώς και όταν υπάρχει διακοπή της συμβίωσης των συζύγων και εφόσον ζουν και οι δύο γονείς (χωρίς να έχει εκπέσει κανένας από αυτούς), η άσκηση της γονικής μέριμνας ρυθμίζεται από το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση των γονέων. Το δικαστήριο μπορεί διαζευτικά:
α) να αναθέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας στον ένα από τους δύο γονείς που θεωρεί καταλληλότερο να την ασκήσει. Η λύση αυτή επιλέγεται συχνότερα, γιατί διαταράσσει λιγότερο τη ζωή του τέκνου. Ο γονέας στον οποίο δεν έχει ανατεθεί η άσκηση, έχει δικαίωμα να ζητά από τον άλλο πληροφορίες για το πρόσωπο και την περιουσία του τέκνου, διατηρεί αυτοτελές δικαίωμα λήψης πληροφοριών απευθείας από τρίτους για θέματα που αφορούν το τέκνο. Σε περίπτωση που και οι δύο γονείς είναι εξίσου κατάλληλοι για να ασκήσουν τη γονική μέριμνα, η νομολογία παγίως ρίπτει το βάρος στη μη διατάραξη του μέχρι τότε τρόπου ζωής του τέκνου και προκρίνει τη ρύθμιση που δε θα δημιουργήσει προβλήματα προσαρμογής για τη διατήρηση μιας συνέχειας και σταθερότητας στις συνθήκες ανάπτυξης του ανηλίκου.
β) να αναθέσει την άσκηση και στους δύο γονείς από κοινού, εφόσον υπάρχει κοινή συμφωνία τους ως προς αυτό και έχει ρυθμιστεί και ο τόπος διαμονής του παιδιού. Η πλήρωση των δύο όρων που θέτει ο Αστικός Κώδικας, δεν δεσμεύει το δικαστήριο ως προς την επιλογή της συγκεκριμένης λύσης. Ωστόσο, πολύ σπάνια συναντούμε αποφάσεις που αναθέτουν το σύνολο της άσκησης της γονικής μέριμνας (δηλαδή της επιμέλειας) από κοινού και στους δύο γονείς.